- εξαμερικανίζω
- εξαμερικάνισα, εξαμερικανίστηκα, εξαμερικανισμένος, μτβ., μεταβάλλω κάτι σε αμερικανικό ή άνθρωπο άλλης εθνικότητας σε Αμερικανό (πρβλ. εκβουλγαρίζω, εξαλβανίζω): Εξαμερικάνισε το ντύσιμό του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.